Στο ταξίδι της επιστροφής, ο κύριος Ηλίας μας διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν από τη στιγμή που έπεσαν με την κυρία Βάσω με αλεξίπτωτο από το αεροπλάνο. Μπορεί να έπεσαν στη θάλασσα, αλλά εκεί κοντά περνούσε ένα εμπορικό πλοίο, το οποίο τους είδε και τους έσωσε. Σώθηκαν όλοι όσοι πήδηξαν από το αεροπλάνο. Μετά από αρκετό καιρό, τα συντρίμμια του αεροπλάνου βρέθηκαν κοντά σε ένα ακατοίκητο νησί, στον Ινδικό Ωκεανό. Αμέσως άρχισαν οι έρευνες για τον εντοπισμό μας. Ευτυχώς ο κύριος Ηλίας μας βρήκε την κατάλληλη στιγμή!
Σύμφωνα με την ακτοφυλακή, πριν από χρόνια ένας κατάδικος, προσπαθώντας να ξεφύγει από το πλοίο που τον μετέφερε σε μια φυλακή, πήδηξε στη θάλασσα και έφτασε κολυμπώντας στο νησί. Κανείς δεν κατάφερε να τον βρει και θεωρήθηκε νεκρός. Έτσι οι έρευνες σταμάτησαν.
Μόνο εμείς ξέραμε ότι δεν ήταν νεκρός και ο κατάδικος λεγόταν Αστραπογέννης.
Μόλις είδαμε την κυρία Βάσω να μας περιμένει στο αεροδρόμιο, πέσαμε στην αγκαλιά της κλαίγοντας από συγκίνηση και χαρά. Ήταν τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη! Πώς θα της λέγαμε ότι ο κύριος Γιώργος δεν τα κατάφερε; Ο κύριος Ηλίας την έπιασε από το χέρι και της τα εξήγησε όλα.
Η κυρία Βάσω όμως ήταν ψύχραιμη. Μας είπε ότι δεν πρέπει να απογοητευόμαστε.
-Μπορεί να τον έσωσε ο Αστραπογέννης. Ή μπορεί οι άγριοι να μην τον πείραξαν καν. Ποιος ξέρει;
Στο αεροπλάνο για τον γυρισμό, αποκοιμηθήκαμε όλοι με τα δάκρυα να είναι ακόμη νωπά στο πρόσωπό μας. Οπότε είχαμε έναν ανήσυχο και άσχημο ύπνο.
Πίσω στο σπίτι μας ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία έκλειναν. Γυρίσαμε από την εκδρομή μας, έχοντας επιβιώσει από απίστευτες περιπέτειες. Βέβαια, τα Ιμαλάια δεν καταφέραμε να τα δούμε τελικά, αλλά ο κύριος Ηλίας μας υποσχέθηκε ότι του χρόνου θα πείσει τον Γυμνασιάρχη να επαναλάβουμε την εκδρομή μας!
Πέρασαν δυο μέρες από την περιπέτειά μας. Ξύπνησα και κοίταξα από το παράθυρό μου. Κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι για να δω καλύτερα. Ήταν ωραία μέρα.
-Ορέστη!!!!! Κατέβα γρήγορα να παίξουμε! Άντε σου λέω!
-Έρχομαι!
Περπατούσαμε στη γειτονιά όταν από το γνωστό ερημωμένο σπίτι ακούσαμε τη γνωστή μουσική…
-Ορέστη!
-Ξέρω Μυρτώ, το άκουσα. Είναι το ακορντεόν. Πάμε…
Ο κύριος Ηλίας δεν ήταν πια διευθυντής. Είχε βγει στη σύνταξη, οπότε μπορούσε ελεύθερα να παίζει ακορντεόν, όταν το ήθελε. Έτσι και εκείνη τη μέρα, έπαιζε με πάθος, όπως πάντα και σταμάτησε μόνο όταν μας είδε. Μας φώναξε κοντά του και καθίσαμε δίπλα του.
-Παιδιά μου, θέλω να ξέρετε ότι η ζωή είναι δύσκολη. Όσο είναι και άδικη. Υπάρχει όμως τρόπος να τα καταφέρνουμε…
-Και ποιος είναι αυτός;
-Να θυμόμαστε ότι είναι ωραία. Και οι αναμνήσεις είναι αυτές που την κάνουν πιο ωραία. Στο τέλος του κάθε δρόμου, αρχίζει κι ένα καινούριο ταξίδι.
-Και το προηγούμενο ταξίδι που τελείωσε; Τι θ’ απογίνει;
-Πάει. Τελείωσε. Όμως οι αναμνήσεις μας το θυμίζουν. Και το καινούριο ταξίδι γίνεται πιο όμορφο. Και το παλιό ακόμη καλύτερο.
Νομίζαμε ότι δεν καταλαβαίναμε εκείνα τα παράξενα λόγια του κυρίου διευθυντή, όμως φύγαμε από το σπίτι, έτοιμοι να ξεκινήσουμε το καινούριο ταξίδι μας.
Σύμφωνα με την ακτοφυλακή, πριν από χρόνια ένας κατάδικος, προσπαθώντας να ξεφύγει από το πλοίο που τον μετέφερε σε μια φυλακή, πήδηξε στη θάλασσα και έφτασε κολυμπώντας στο νησί. Κανείς δεν κατάφερε να τον βρει και θεωρήθηκε νεκρός. Έτσι οι έρευνες σταμάτησαν.
Μόνο εμείς ξέραμε ότι δεν ήταν νεκρός και ο κατάδικος λεγόταν Αστραπογέννης.
Μόλις είδαμε την κυρία Βάσω να μας περιμένει στο αεροδρόμιο, πέσαμε στην αγκαλιά της κλαίγοντας από συγκίνηση και χαρά. Ήταν τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη! Πώς θα της λέγαμε ότι ο κύριος Γιώργος δεν τα κατάφερε; Ο κύριος Ηλίας την έπιασε από το χέρι και της τα εξήγησε όλα.
Η κυρία Βάσω όμως ήταν ψύχραιμη. Μας είπε ότι δεν πρέπει να απογοητευόμαστε.
-Μπορεί να τον έσωσε ο Αστραπογέννης. Ή μπορεί οι άγριοι να μην τον πείραξαν καν. Ποιος ξέρει;
Στο αεροπλάνο για τον γυρισμό, αποκοιμηθήκαμε όλοι με τα δάκρυα να είναι ακόμη νωπά στο πρόσωπό μας. Οπότε είχαμε έναν ανήσυχο και άσχημο ύπνο.
Πίσω στο σπίτι μας ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία έκλειναν. Γυρίσαμε από την εκδρομή μας, έχοντας επιβιώσει από απίστευτες περιπέτειες. Βέβαια, τα Ιμαλάια δεν καταφέραμε να τα δούμε τελικά, αλλά ο κύριος Ηλίας μας υποσχέθηκε ότι του χρόνου θα πείσει τον Γυμνασιάρχη να επαναλάβουμε την εκδρομή μας!
Πέρασαν δυο μέρες από την περιπέτειά μας. Ξύπνησα και κοίταξα από το παράθυρό μου. Κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι για να δω καλύτερα. Ήταν ωραία μέρα.
-Ορέστη!!!!! Κατέβα γρήγορα να παίξουμε! Άντε σου λέω!
-Έρχομαι!
Περπατούσαμε στη γειτονιά όταν από το γνωστό ερημωμένο σπίτι ακούσαμε τη γνωστή μουσική…
-Ορέστη!
-Ξέρω Μυρτώ, το άκουσα. Είναι το ακορντεόν. Πάμε…
Ο κύριος Ηλίας δεν ήταν πια διευθυντής. Είχε βγει στη σύνταξη, οπότε μπορούσε ελεύθερα να παίζει ακορντεόν, όταν το ήθελε. Έτσι και εκείνη τη μέρα, έπαιζε με πάθος, όπως πάντα και σταμάτησε μόνο όταν μας είδε. Μας φώναξε κοντά του και καθίσαμε δίπλα του.
-Παιδιά μου, θέλω να ξέρετε ότι η ζωή είναι δύσκολη. Όσο είναι και άδικη. Υπάρχει όμως τρόπος να τα καταφέρνουμε…
-Και ποιος είναι αυτός;
-Να θυμόμαστε ότι είναι ωραία. Και οι αναμνήσεις είναι αυτές που την κάνουν πιο ωραία. Στο τέλος του κάθε δρόμου, αρχίζει κι ένα καινούριο ταξίδι.
-Και το προηγούμενο ταξίδι που τελείωσε; Τι θ’ απογίνει;
-Πάει. Τελείωσε. Όμως οι αναμνήσεις μας το θυμίζουν. Και το καινούριο ταξίδι γίνεται πιο όμορφο. Και το παλιό ακόμη καλύτερο.
Νομίζαμε ότι δεν καταλαβαίναμε εκείνα τα παράξενα λόγια του κυρίου διευθυντή, όμως φύγαμε από το σπίτι, έτοιμοι να ξεκινήσουμε το καινούριο ταξίδι μας.