Ένα μόνο άγγιγμα έφτανε και η πόρτα άνοιξε πολύ πιο εύκολα απ’ ότι περιμέναμε. Ένα σκοτεινό σαλόνι με παλιά έπιπλα φανερώθηκε μπροστά μας. Τα πάντα ήταν αραχνιασμένα και σκονισμένα. Δε βρισκόταν κανείς εκεί. Το σπίτι πρέπει να εγκαταλείφθηκε εδώ και πολλά χρόνια.
Και τότε , τη στιγμή που θα έλεγα στη Μυρτώ ότι άδικα χάνουμε το χρόνο μας και ότι κανένας δεν είναι στο σπίτι, ακούσαμε πάλι το ακορντεόν. Αυτήν την υπέροχη μελωδία, πιο ζωντανή και πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά. Ερχόταν από τη σοφίτα. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε με αγωνία τα σκαλιά. Σε κάθε σκαλί η αγωνία μας μεγάλωνε ενώ ο ήχος από το ακορντεόν δυνάμωνε όσο πλησιάζαμε.
Η σκάλα οδηγούσε σε μια μισάνοιχτη πόρτα. Πατώντας στις μύτες σταθήκαμε έξω από την πόρτα ακίνητοι. Μπορούσαμε να δούμε το φως να τρεμοπαίζει μέσα στο δωμάτιο. Ένας άνδρας έπαιζε ακορντεόν στο δωμάτιο με ένα κερί αναμμένο. Τότε δύο παιδικές φατσούλες (η δικιά μου και της Μυρτώς) φωτίστηκαν από το φως του κεριού, καθώς προσπαθούσαν να κοιτάξουν μέσα στο δωμάτιο.
Ο άνδρας καθόταν σε ένα προχειροφτιαγμένο, ξύλινο σκαμπό με το πρόσωπό του στραμμένο στο παράθυρο. Δε μας είχε δει. Συνεπαρμένος από τη μαγευτική μελωδία βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. Τα χέρια του κουνιόταν ρυθμικά, πότε πιο έντονα, πότε πιο υποτονικά, ανάλογα με τη μουσική.
Πέρασαν λίγα λεπτά ενώ παρατηρούσαμε από τη μισάνοιχτη πόρτα τον εκστασιασμένο, άγνωστο άντρα να παίζει ακορντεόν. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που ο άντρας κοίταξε προς διαφορετική κατεύθυνση από το παράθυρο. Τότε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του φωτίστηκε από το φως του κεριού και…
-Κύριε διευθυντά!
Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν κατάφερα να κρατηθώ. Ο διευθυντής του σχολείου μας, ο κύριος Ηλίας, παίζει μόνος ακορντεόν στο ερειπωμένο σπίτι! Ή καλύτερα ΕΠΑΙΖΕ γιατί το ακορντεόν είχε σταματήσει. Μας είχε πάρει χαμπάρι και μας κοίταζε ξαφνιασμένος με το πιο αυστηρό του βλέμμα.
Ήμασταν ανήμποροι. Δε μπορούσαμε ούτε να κρυφτούμε, ούτε να το βάλουμε στα πόδια. Μας είχε δει. Άφησε το ακορντεόν και σηκώθηκε αργά από το σκαμπό. Άπλωσε το χέρι του και μας έκανε νόημα:
-Για πλησιάστε, να δω καλύτερα τα πρόσωπά σας.
Ένιωθα το χέρι της Μυρτώς να με κρατάει όλο και πιο σφιχτά. Άκουγα την καρδιά της - είμαι σίγουρος - να καλπάζει σαν άγριο άλογο στα λιβάδια. Πλησιάσαμε και σταθήκαμε μπροστά του. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο κρύφτηκε από το πελώριο μπόι του – ίσα με δυο μέτρα ύψος τουλάχιστον. Το πρόσωπό του όμως ήταν γλυκό: δε χαμογελούσε, όμως δεν ήταν θυμωμένος. Τα μάτια του μαρτυρούσαν ότι κάτι τον απασχολεί. Η Μυρτώ ξαναβρήκε το θάρρος της και τον ρώτησε:
-Κύριε διευθυντά παίζετε πολύ ωραίο ακορντεόν! Τι εξαίσια μελωδία! Τι υπέροχα τραγούδια! Τι…
-Ώστε έτσι λοιπόν; Τα ακούσατε όλα…
-Ναι! Δηλαδή όχι… πολλά.
Και τι πείραζε που είχαμε ακούσει; Στο κάτω – κάτω αφού του είπαμε ότι έπαιζε υπέροχα. Εκείνος δε μίλησε για λίγο. Ύστερα σαν να κατάλαβε τις απορίες μας άρχισε να μας εξηγεί:
-Δεν έπρεπε να έρθετε εδώ. Θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δε θα πείτε σε κανέναν τίποτα από όσα είδατε (και ακούσατε).
-Μα κύριε διευθυντά, γιατί, αφού παίζετε τόσο…
-Πρέπει να το υποσχεθείτε! Δεν καταλαβαίνετε έτσι;
Τώρα είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του και είχαμε τρομάξει (λιγάκι). Οπότε συνέχισε πιο ήρεμα:
-Δεν καταλαβαίνετε καλά μου παιδιά, ότι δεν πρέπει κανείς να μάθει ότι παίζω ακορντεόν; Τι θα πει ο κόσμος;
Ο κύριος διευθυντής έκανε μια παύση. Τότε πολύ γρήγορα πέρασαν από το μυαλό μου όλα αυτά που θα έλεγε ο κόσμος:
-Κοίτα! Αυτός είναι!
-Ποιος είναι αυτός;
-Είναι ο διευθυντής που παίζει ακορντεόν!
-Ακορντεόν; Απαπαπα…..
-Κι όμως.
-Μα δε ντρέπεται;
-Κοτζάμ διευθυντής!
-Που ξανακούστηκε διευθυντής να παίζει ακορντεόν!
-Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
-Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!
Σκέφτηκα κι άλλα, όμως με διέκοψε ο κύριος διευθυντής.
-Μικρός ήθελα να γίνω μουσικός. Το ακορντεόν μου άρεσε πολύ και έτσι έμαθα να παίζω μόνος μου, εδώ σ’ αυτό το σπίτι. Όμως την τύχη δεν την ελέγχεις, ούτε μπορείς να την προβλέψεις. Έτσι το όνειρο έμεινε όνειρο και το ακορντεόν το μόνο πράγμα να μου το θυμίζει. Δε θέλω να το ξεχάσω το όνειρό μου βλέπετε, γιατί οι άνθρωποι σήμερα ξεχνούν πολύ εύκολα τα όνειρά τους και καταντούν βαρετοί. Έτσι τους κακοφαίνεται πολύ όταν βλέπουν κάποιον να έχει ακόμη όνειρα.
-Μην ανησυχείτε κύριε διευθυντά, δεν πρόκειται να το μαρτυρήσουμε.
-Ποτέ, ποτέ, ποτέ!
Εκείνος χαμογέλασε και μας αγκάλιασε σαν να προσπαθούσε να προστατέψει και τα δικά μας όνειρα.
Και τότε , τη στιγμή που θα έλεγα στη Μυρτώ ότι άδικα χάνουμε το χρόνο μας και ότι κανένας δεν είναι στο σπίτι, ακούσαμε πάλι το ακορντεόν. Αυτήν την υπέροχη μελωδία, πιο ζωντανή και πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά. Ερχόταν από τη σοφίτα. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε με αγωνία τα σκαλιά. Σε κάθε σκαλί η αγωνία μας μεγάλωνε ενώ ο ήχος από το ακορντεόν δυνάμωνε όσο πλησιάζαμε.
Η σκάλα οδηγούσε σε μια μισάνοιχτη πόρτα. Πατώντας στις μύτες σταθήκαμε έξω από την πόρτα ακίνητοι. Μπορούσαμε να δούμε το φως να τρεμοπαίζει μέσα στο δωμάτιο. Ένας άνδρας έπαιζε ακορντεόν στο δωμάτιο με ένα κερί αναμμένο. Τότε δύο παιδικές φατσούλες (η δικιά μου και της Μυρτώς) φωτίστηκαν από το φως του κεριού, καθώς προσπαθούσαν να κοιτάξουν μέσα στο δωμάτιο.
Ο άνδρας καθόταν σε ένα προχειροφτιαγμένο, ξύλινο σκαμπό με το πρόσωπό του στραμμένο στο παράθυρο. Δε μας είχε δει. Συνεπαρμένος από τη μαγευτική μελωδία βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. Τα χέρια του κουνιόταν ρυθμικά, πότε πιο έντονα, πότε πιο υποτονικά, ανάλογα με τη μουσική.
Πέρασαν λίγα λεπτά ενώ παρατηρούσαμε από τη μισάνοιχτη πόρτα τον εκστασιασμένο, άγνωστο άντρα να παίζει ακορντεόν. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που ο άντρας κοίταξε προς διαφορετική κατεύθυνση από το παράθυρο. Τότε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του φωτίστηκε από το φως του κεριού και…
-Κύριε διευθυντά!
Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν κατάφερα να κρατηθώ. Ο διευθυντής του σχολείου μας, ο κύριος Ηλίας, παίζει μόνος ακορντεόν στο ερειπωμένο σπίτι! Ή καλύτερα ΕΠΑΙΖΕ γιατί το ακορντεόν είχε σταματήσει. Μας είχε πάρει χαμπάρι και μας κοίταζε ξαφνιασμένος με το πιο αυστηρό του βλέμμα.
Ήμασταν ανήμποροι. Δε μπορούσαμε ούτε να κρυφτούμε, ούτε να το βάλουμε στα πόδια. Μας είχε δει. Άφησε το ακορντεόν και σηκώθηκε αργά από το σκαμπό. Άπλωσε το χέρι του και μας έκανε νόημα:
-Για πλησιάστε, να δω καλύτερα τα πρόσωπά σας.
Ένιωθα το χέρι της Μυρτώς να με κρατάει όλο και πιο σφιχτά. Άκουγα την καρδιά της - είμαι σίγουρος - να καλπάζει σαν άγριο άλογο στα λιβάδια. Πλησιάσαμε και σταθήκαμε μπροστά του. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο κρύφτηκε από το πελώριο μπόι του – ίσα με δυο μέτρα ύψος τουλάχιστον. Το πρόσωπό του όμως ήταν γλυκό: δε χαμογελούσε, όμως δεν ήταν θυμωμένος. Τα μάτια του μαρτυρούσαν ότι κάτι τον απασχολεί. Η Μυρτώ ξαναβρήκε το θάρρος της και τον ρώτησε:
-Κύριε διευθυντά παίζετε πολύ ωραίο ακορντεόν! Τι εξαίσια μελωδία! Τι υπέροχα τραγούδια! Τι…
-Ώστε έτσι λοιπόν; Τα ακούσατε όλα…
-Ναι! Δηλαδή όχι… πολλά.
Και τι πείραζε που είχαμε ακούσει; Στο κάτω – κάτω αφού του είπαμε ότι έπαιζε υπέροχα. Εκείνος δε μίλησε για λίγο. Ύστερα σαν να κατάλαβε τις απορίες μας άρχισε να μας εξηγεί:
-Δεν έπρεπε να έρθετε εδώ. Θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δε θα πείτε σε κανέναν τίποτα από όσα είδατε (και ακούσατε).
-Μα κύριε διευθυντά, γιατί, αφού παίζετε τόσο…
-Πρέπει να το υποσχεθείτε! Δεν καταλαβαίνετε έτσι;
Τώρα είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του και είχαμε τρομάξει (λιγάκι). Οπότε συνέχισε πιο ήρεμα:
-Δεν καταλαβαίνετε καλά μου παιδιά, ότι δεν πρέπει κανείς να μάθει ότι παίζω ακορντεόν; Τι θα πει ο κόσμος;
Ο κύριος διευθυντής έκανε μια παύση. Τότε πολύ γρήγορα πέρασαν από το μυαλό μου όλα αυτά που θα έλεγε ο κόσμος:
-Κοίτα! Αυτός είναι!
-Ποιος είναι αυτός;
-Είναι ο διευθυντής που παίζει ακορντεόν!
-Ακορντεόν; Απαπαπα…..
-Κι όμως.
-Μα δε ντρέπεται;
-Κοτζάμ διευθυντής!
-Που ξανακούστηκε διευθυντής να παίζει ακορντεόν!
-Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
-Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!
Σκέφτηκα κι άλλα, όμως με διέκοψε ο κύριος διευθυντής.
-Μικρός ήθελα να γίνω μουσικός. Το ακορντεόν μου άρεσε πολύ και έτσι έμαθα να παίζω μόνος μου, εδώ σ’ αυτό το σπίτι. Όμως την τύχη δεν την ελέγχεις, ούτε μπορείς να την προβλέψεις. Έτσι το όνειρο έμεινε όνειρο και το ακορντεόν το μόνο πράγμα να μου το θυμίζει. Δε θέλω να το ξεχάσω το όνειρό μου βλέπετε, γιατί οι άνθρωποι σήμερα ξεχνούν πολύ εύκολα τα όνειρά τους και καταντούν βαρετοί. Έτσι τους κακοφαίνεται πολύ όταν βλέπουν κάποιον να έχει ακόμη όνειρα.
-Μην ανησυχείτε κύριε διευθυντά, δεν πρόκειται να το μαρτυρήσουμε.
-Ποτέ, ποτέ, ποτέ!
Εκείνος χαμογέλασε και μας αγκάλιασε σαν να προσπαθούσε να προστατέψει και τα δικά μας όνειρα.