Καθόμασταν και συζητούσαμε γύρω από τη φωτιά, όπως πάντα. Μαζί και ο κύριος Γιώργος που δε θύμιζε πια σε τίποτα τον παλιό δάσκαλο του Ορέστη. Ήταν φίλος μας, ένας από μας. Ήταν δικός μας άνθρωπος που τον αγαπούσαμε και μας αγαπούσε. Την ώρα λοιπόν που ήμασταν στην κεντρική δεντροκαλύβα (η μεγαλύτερη καλύβα, που τη χρησιμοποιούσαμε ως χώρο συγκέντρωσης) και η Παρασκευή μας σέρβιρε τους δροσερούς φρουτοχυμούς μας, ακούσαμε πάλι εκείνο το φοβερό γέλιο:
- Χιχιχιιιχιχιχιχιχιχι!Χοοχχοχοχοχοχοχοο!
Εκείνη τη φορά σιγουρευτήκαμε ότι δεν πρόκειται για το σφύριγμα του αέρα. Το ακούσαμε ξεκάθαρα: ήταν ανθρώπινο γέλιο, απ’ τα χειρότερα που έχουμε ακούσει. Τα αγόρια πετάχτηκαν αμέσως από τη θέση τους κι έπιασαν τα τόξα, με πρόθεση να κυνηγήσουν αυτόν τον μυστηριώδη άνθρωπο που γελάει στη νύχτα… Αλλά δεν πρόλαβαν…. Στην πόρτα στεκόταν μια σκοτεινή φιγούρα, που μας κοίταζε ακίνητη μέσα στα μαύρη νύχτα….
Για μια στιγμή σαστίσαμε, όμως τα αγόρια, που είχαν γρήγορα αντανακλαστικά τέντωσαν τα τόξα τους και τα έστρεψαν πάνω στον άγνωστο άνθρωπο:
-Ακίνητος!
-Τι γυρεύεις;
-Ποιος είσαι;
Ο άνθρωπος δεν κουνήθηκε από τη θέση του, αλλά σήκωσε τα χέρια ψηλά. Πήγε να κάνει ένα βήμα προς το μέρος μας αλλά τα αγόρια τον διέταξαν να σταματήσει:
-Αλτ! Μην κάνεις βήμα!
Σταμάτησε απότομα και τότε ακούσαμε την πρώτη κουβέντα του νέου μας φίλου:
-Μη φοβάστε τον Αστραπογέννη. Δεν είναι επικίνδυνος. Θέλει να σας βοηθήσει….
Και γέλασε τόσο δυνατά που μας σηκώθηκε η τρίχα…