-Τι περιμένετε λοιπόν; Θα ανεβείτε επιτέλους; Δεν έχουμε όλη τη μέρα!
Ο κύριος Ηλίας φώναζε με όλη του τη δύναμη για να τον ακούσουμε, αλλά εμείς τον κοιτάζαμε σαστισμένοι, μην μπορώντας να πιστέψουμε ότι ήταν ζωντανός! Η χαρά μας ήταν μεγάλη! Ο κύριος Γιώργος άρχισε να φωνάζει:
-Όλοι στο ελικόπτερο!
Πρώτα άρχισαν να ανεβαίνουν τα κορίτσια. Το ελικόπτερο πετούσε σταθερά σε μικρό ύψος πάνω από το έδαφος. Ο κύριος Γιώργος με τον Αστραπογέννη κρατούσαν τη σκάλα για να ανέβουμε πιο εύκολα. Όλοι οι συμμαθητές μου είχαν ανέβει, το ίδιο και η Μυρτώ. Έπιασα τη σκάλα να ανέβω κι εγώ, όταν άκουσα τον Αστραπογέννη, να λέει στον δάσκαλό μας:
-Ο Αστραπογέννης πρέπει να φύγει! Δεν μπορεί να ανέβει στο ελικόπτερο. Καταλαβαίνεις….
-Καταλαβαίνω Αστραπογέννη, είπε ο κύριος Γιώργος και του έσφιξε το χέρι…
-Ο Αστραπογέννης δεν θα σας ξεχάσει. Θα σας θυμάται. Αντίο φίλοι του Αστραπογέννη, είπε και ο φίλος μας άρχισε να τρέχει…
-Αντίο Αστραπογέννη, είπε ο δάσκαλός μας.
Είχα φτάσει στα μισά της σκάλας, όταν άκουσα τους Αχτάρ Αγκού να κάνουν επίθεση από τα δέντρα. Είχαν συνέλθει από το αρχικό σοκ και δε σκόπευαν να μας αφήσουν να φύγουμε. Ο κύριος Ηλίας φώναξε από την πόρτα του ελικοπτέρου όλο αγωνία!
-Κάντε γρήγορα! Ορέστη ανέβα τη σκάλα!
Άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ενώ κατάλαβα ότι και ο δάσκαλός μας, άρχισε να ανεβαίνει. Οι κανίβαλοι μας έφταναν, αφού από στιγμή σε στιγμή θα έπιαναν τη σκάλα!
Σε λίγα δευτερόλεπτα είχα ανέβει στο ελικόπτερο. Όλοι με αγκάλιασαν με ανακούφιση και με μεγάλη αγωνία σκύψαμε στην πόρτα, να δούμε τον δάσκαλό μας. Ο κύριος Γιώργος είχε αρχίσει να ανεβαίνει τη σκάλα, αλλά είχε αρκετό δρόμο ακόμη. Οι κανίβαλοι είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Ο κύριος Ηλίας φώναξε στον πιλότο, να ανέβει το ελικόπτερο πιο ψηλά, όμως πριν προλάβει να γίνει αυτό, ένα βέλος καρφώθηκε στο χέρι του δασκάλου μας.
Αυτό τον έκανε να κατρακυλήσει στην αρχή της σκάλας. Την τελευταία στιγμή κατάφερε και κρατήθηκε . Τα βέλη πέφταν σαν βροχή, ενώ ένας άγριος κατάφερε και έπιασε τον κύριο Γιώργο από τα πόδια. Πολλοί κανίβαλοι από κάτω προσπαθούσαν να τον πιάσουν και να τον τραβήξουν κοντά τους. Παρακολουθούσαμε όλοι με κομμένη την ανάσα, τη στιγμή που ο δάσκαλός μας έδινε μάχη για να κρατηθεί στη σκάλα. Πολλοί άγριοι όμως είχαν σκαρφαλώσει ακριβώς από πίσω του και τον κρατούσαν, με αποτέλεσμα το ελικόπτερο να στροβιλίζεται επικίνδυνα και να χάνει ύψος. Ο πιλότος φώναξε στον κύριο Ηλία:
-Το βάρος είναι μεγάλο! Πρέπει να ρίξουμε τη σκάλα!
-Όχι! Μην τολμήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο! Ακούς; του φώναξε ο κύριος Ηλίας
-Δε θα αντέξουμε για πολύ έτσι! Πρέπει να κάνουμε κάτι!
Φωνάζαμε με αγωνία στον κύριο Γιώργο να ανέβει στη σκάλα, όμως οι κανίβαλοι ήταν πολλοί και τον είχαν προλάβει.
-Ρίξτε τη σκάλα! Θα πέσει το ελικόπτερο! Αφήστε με! Κοιτάξτε να σωθείτε! Ούρλιαξε εκείνος, τραβώντας με δύναμη τη σκάλα!
-Αποκλείεται! Δε σε αφήνουμε! Ακούς; Του απάντησε ο κύριος Ηλίας.
Τότε ο δάσκαλός μας έβγαλε ένα μαχαίρι και ψύχραιμα, άρχισε να κόβει τη σκάλα ακριβώς από πάνω του. Ακούστηκε ένα μικρό σφύριγμα και η σκάλα ελευθερώθηκε από το βάρος. Ο κύριος Γιώργος έπεσε στο έδαφος με τους κανίβαλους γύρω του. Βρισκόμασταν πάνω στο ελικόπτερο και εκείνος ήταν ακριβώς από κάτω μας, ξαπλωμένος στο έδαφος. Βλέπαμε το πρόσωπό του κι εκείνος μπορούσε να δει τα δικά μας. Σήκωσε το χέρι του ψηλά, σαν να έλεγε «Μη με αφήνετε». Σταμάτησε να παλεύει. Ήξερε ότι δεν είχε καμιά τύχη, τη στιγμή που τον έπιαναν οι άγριοι, όμως χαμογελούσε.
-Αντίο! Μην ανησυχείτε! Αντίο! φώναξε ξεψυχισμένα.
Ο κύριος Ηλίας έπιασε τον πιλότο απ’ το χέρι και του είπε:
-Προσγείωσε τώρα το ελικόπτερο!
Ο πιλότος όμως δεν άκουγε. Δε μπορούσε να ρισκάρει τις ζωές όλων μας.
-Κατέβασε τώρα το ελικόπτερο! Δε μπορούμε να τον αφήσουμε πίσω, ακούς; Ούρλιαξε με δάκρυα στα μάτια ο διευθυντής.
Το ελικόπτερο άρχισε να παίρνει ύψος και να απομακρύνεται. Μάταια όλοι φωνάζαμε, μάταια κλαίγαμε και παρακαλούσαμε. Με το κεφάλι προς τα κάτω προσπαθούσα να τον δω. Δεν ήθελα να τον αφήσουν τα μάτια μου. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από το πρόσωπό μου. Σε λίγο όλα θόλωσαν και δεν έβλεπα τίποτα.
Ένα κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα ήταν το μόνο που μπορούσαμε να δούμε από τέτοιο ύψος. Είχαμε σωθεί, όμως ο δάσκαλός μας δεν ήταν μαζί μας. Θα πηγαίναμε σπίτι, μόνο με την ανάμνησή του.
Ο κύριος Ηλίας φώναζε με όλη του τη δύναμη για να τον ακούσουμε, αλλά εμείς τον κοιτάζαμε σαστισμένοι, μην μπορώντας να πιστέψουμε ότι ήταν ζωντανός! Η χαρά μας ήταν μεγάλη! Ο κύριος Γιώργος άρχισε να φωνάζει:
-Όλοι στο ελικόπτερο!
Πρώτα άρχισαν να ανεβαίνουν τα κορίτσια. Το ελικόπτερο πετούσε σταθερά σε μικρό ύψος πάνω από το έδαφος. Ο κύριος Γιώργος με τον Αστραπογέννη κρατούσαν τη σκάλα για να ανέβουμε πιο εύκολα. Όλοι οι συμμαθητές μου είχαν ανέβει, το ίδιο και η Μυρτώ. Έπιασα τη σκάλα να ανέβω κι εγώ, όταν άκουσα τον Αστραπογέννη, να λέει στον δάσκαλό μας:
-Ο Αστραπογέννης πρέπει να φύγει! Δεν μπορεί να ανέβει στο ελικόπτερο. Καταλαβαίνεις….
-Καταλαβαίνω Αστραπογέννη, είπε ο κύριος Γιώργος και του έσφιξε το χέρι…
-Ο Αστραπογέννης δεν θα σας ξεχάσει. Θα σας θυμάται. Αντίο φίλοι του Αστραπογέννη, είπε και ο φίλος μας άρχισε να τρέχει…
-Αντίο Αστραπογέννη, είπε ο δάσκαλός μας.
Είχα φτάσει στα μισά της σκάλας, όταν άκουσα τους Αχτάρ Αγκού να κάνουν επίθεση από τα δέντρα. Είχαν συνέλθει από το αρχικό σοκ και δε σκόπευαν να μας αφήσουν να φύγουμε. Ο κύριος Ηλίας φώναξε από την πόρτα του ελικοπτέρου όλο αγωνία!
-Κάντε γρήγορα! Ορέστη ανέβα τη σκάλα!
Άρχισα να ανεβαίνω τη σκάλα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ενώ κατάλαβα ότι και ο δάσκαλός μας, άρχισε να ανεβαίνει. Οι κανίβαλοι μας έφταναν, αφού από στιγμή σε στιγμή θα έπιαναν τη σκάλα!
Σε λίγα δευτερόλεπτα είχα ανέβει στο ελικόπτερο. Όλοι με αγκάλιασαν με ανακούφιση και με μεγάλη αγωνία σκύψαμε στην πόρτα, να δούμε τον δάσκαλό μας. Ο κύριος Γιώργος είχε αρχίσει να ανεβαίνει τη σκάλα, αλλά είχε αρκετό δρόμο ακόμη. Οι κανίβαλοι είχαν πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Ο κύριος Ηλίας φώναξε στον πιλότο, να ανέβει το ελικόπτερο πιο ψηλά, όμως πριν προλάβει να γίνει αυτό, ένα βέλος καρφώθηκε στο χέρι του δασκάλου μας.
Αυτό τον έκανε να κατρακυλήσει στην αρχή της σκάλας. Την τελευταία στιγμή κατάφερε και κρατήθηκε . Τα βέλη πέφταν σαν βροχή, ενώ ένας άγριος κατάφερε και έπιασε τον κύριο Γιώργο από τα πόδια. Πολλοί κανίβαλοι από κάτω προσπαθούσαν να τον πιάσουν και να τον τραβήξουν κοντά τους. Παρακολουθούσαμε όλοι με κομμένη την ανάσα, τη στιγμή που ο δάσκαλός μας έδινε μάχη για να κρατηθεί στη σκάλα. Πολλοί άγριοι όμως είχαν σκαρφαλώσει ακριβώς από πίσω του και τον κρατούσαν, με αποτέλεσμα το ελικόπτερο να στροβιλίζεται επικίνδυνα και να χάνει ύψος. Ο πιλότος φώναξε στον κύριο Ηλία:
-Το βάρος είναι μεγάλο! Πρέπει να ρίξουμε τη σκάλα!
-Όχι! Μην τολμήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο! Ακούς; του φώναξε ο κύριος Ηλίας
-Δε θα αντέξουμε για πολύ έτσι! Πρέπει να κάνουμε κάτι!
Φωνάζαμε με αγωνία στον κύριο Γιώργο να ανέβει στη σκάλα, όμως οι κανίβαλοι ήταν πολλοί και τον είχαν προλάβει.
-Ρίξτε τη σκάλα! Θα πέσει το ελικόπτερο! Αφήστε με! Κοιτάξτε να σωθείτε! Ούρλιαξε εκείνος, τραβώντας με δύναμη τη σκάλα!
-Αποκλείεται! Δε σε αφήνουμε! Ακούς; Του απάντησε ο κύριος Ηλίας.
Τότε ο δάσκαλός μας έβγαλε ένα μαχαίρι και ψύχραιμα, άρχισε να κόβει τη σκάλα ακριβώς από πάνω του. Ακούστηκε ένα μικρό σφύριγμα και η σκάλα ελευθερώθηκε από το βάρος. Ο κύριος Γιώργος έπεσε στο έδαφος με τους κανίβαλους γύρω του. Βρισκόμασταν πάνω στο ελικόπτερο και εκείνος ήταν ακριβώς από κάτω μας, ξαπλωμένος στο έδαφος. Βλέπαμε το πρόσωπό του κι εκείνος μπορούσε να δει τα δικά μας. Σήκωσε το χέρι του ψηλά, σαν να έλεγε «Μη με αφήνετε». Σταμάτησε να παλεύει. Ήξερε ότι δεν είχε καμιά τύχη, τη στιγμή που τον έπιαναν οι άγριοι, όμως χαμογελούσε.
-Αντίο! Μην ανησυχείτε! Αντίο! φώναξε ξεψυχισμένα.
Ο κύριος Ηλίας έπιασε τον πιλότο απ’ το χέρι και του είπε:
-Προσγείωσε τώρα το ελικόπτερο!
Ο πιλότος όμως δεν άκουγε. Δε μπορούσε να ρισκάρει τις ζωές όλων μας.
-Κατέβασε τώρα το ελικόπτερο! Δε μπορούμε να τον αφήσουμε πίσω, ακούς; Ούρλιαξε με δάκρυα στα μάτια ο διευθυντής.
Το ελικόπτερο άρχισε να παίρνει ύψος και να απομακρύνεται. Μάταια όλοι φωνάζαμε, μάταια κλαίγαμε και παρακαλούσαμε. Με το κεφάλι προς τα κάτω προσπαθούσα να τον δω. Δεν ήθελα να τον αφήσουν τα μάτια μου. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από το πρόσωπό μου. Σε λίγο όλα θόλωσαν και δεν έβλεπα τίποτα.
Ένα κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα ήταν το μόνο που μπορούσαμε να δούμε από τέτοιο ύψος. Είχαμε σωθεί, όμως ο δάσκαλός μας δεν ήταν μαζί μας. Θα πηγαίναμε σπίτι, μόνο με την ανάμνησή του.