Οι κανίβαλοι άρχισαν να χορεύουν γύρω μου όλο και πιο γρήγορα. Το νερό άρχισε να βράζει και δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα άντεχα. Ένα σφύριγμα με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Ήταν ένα βέλος! Πέρασε από μπροστά μου και βρήκε στον ώμο τον μεγάλο μάγο! Ξαφνικά ξεχύθηκαν από τα δέντρα περίπου είκοσι άνθρωποι βαμμένοι σαν ινδιάνοι, αλαλάζοντας και βγάζοντας κραυγές. Στην αρχή δε μπορούσα να τους αναγνωρίσω, αλλά μόλις πλησίασαν κατάλαβα: Ήταν οι φίλοι μου!
Έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος μας, για να επιτεθούν στους κανίβαλους και να με σώσουν. Τα πρόσωπά τους ήταν βαμμένα, φορούσαν φτερά στο κεφάλι τους και κρατούσαν τόξα και τσεκούρια. Μπροστά- μπροστά ήταν η Άννα-Μαρία. Δεν θα την ξεχώριζα, έτσι όπως ήταν βαμμένη, αλλά πρόσεξα πάνω στα δέρματα ζώων που φορούσε την κίτρινη κονκάρδα με τη χαμογελαστή φατσούλα. Κρατούσε ένα τσεκούρι στο χέρι και έβγαζε κάτι πολεμικές κραυγές, τύφλα να ‘χει ο Μεγάλος Μανιτού από τους Ινδιάνους. Δίπλα της ο Ντίνος με τον Ηλία και τον Βασίλη (κι αυτοί με τσεκούρια στα χέρια) βγάζαν τις πιο τρομακτικές κραυγές πολέμου που είχα ακούσει ποτέ. Ο Χρήστος φώναζε βγάζοντας τη γλώσσα έξω σαν κανονικός Ινδιάνος και κούναγε αλαφιασμένος το κεφάλι πέρα-δώθε. Ο κύριος Γιώργος έτρεχε κι αυτός και πετούσε τσεκούρια από μακριά, ενώ κάποιοι είχαν σκαρφαλώσει στα κοντινά δέντρα και σημάδευαν με τα τόξα τους κανίβαλους.
Ήταν μια μεγαλειώδης επίθεση! Οι άγριοι τα ‘χασαν και το έβαλαν στα πόδια, τρέχοντας προς την άλλη πλευρά του δάσους. Όλα τα παιδιά ,άρχισαν να ζητωκραυγάζουν για τη μεγάλη νίκη! Ο δάσκαλός μας όμως είπε ότι δεν έχουμε καιρό για τέτοια, ενώ ο Αστραπογέννης είπε ότι οι κανίβαλοι θα ξανάρθουν!
-Γρήγορα! Βγάλτε τον Ορέστη από το καζάνι!
Με βοήθησαν να βγω από το καζάνι και μου έλυσαν τα χέρια και τα πόδια. Ήμουν πολύ χαρούμενος και πολύ περήφανος που είχα τέτοιους συμμαθητές! Η Μυρτώ έτρεξε στην αγκαλιά μου, ανακουφισμένη που πρόλαβαν να σώσουν τη ζωή μου. Δεν πρόλαβα όμως να βγω καλά-καλά απ’ το καζάνι και ακούσαμε τους κανίβαλους να έρχονται απ’ τα δέντρα και να μας επιτίθενται! Αρχίσαμε να τρέχουμε γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να τους περιμένουμε στα δέντρα, αλλά ήταν ήδη αργά!
-Δεν προλαβαίνουμε! Θα μας φτάσουν οι άγριοι! Πρέπει να γυρίσουμε και να τους αντιμετωπίσουμε, φώναξε ο Αστραπογέννης!
Οι Αχτάρ-Αγκού ήταν πολύ γρήγοροι! Λίγα μέτρα μας χώριζαν μόνο και δεν ξέραμε τι να κάνουμε!
-Τα δέντρα είναι η μόνη μας ευκαιρία! Πρέπει να προλάβουμε και να κρυφτούμε!
Τη στιγμή όμως που τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς τα δέντρα, ξεφύτρωσαν ακριβώς μπροστά μας, μέσα από τους θάμνους, μια ομάδα κανίβαλων. Είχαν κάνει τον κύκλο, χωρίς να τους δούμε, κλείνοντάς μας τον δρόμο. Μας είχαν περικυκλώσει…
Σταματήσαμε απότομα με αποτέλεσμα οι άγριοι να κάνουν έναν κύκλο γύρω μας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα ήμασταν χαμένοι αν δεν…
Ακούγαμε την τελευταία στιγμή τον ήχο ενός ελικοπτέρου που πλησίαζε! Κοιτάξαμε όλοι τον ουρανό και είδαμε να έρχεται ένα ελικόπτερο προς το μέρος μας! Σίγουρα μας είχε δει, γιατί πετούσε όλο και πιο χαμηλά! Οι κανίβαλοι μάλλον δεν είχαν ξαναδεί ελικόπτερο, γιατί ήταν φανερό ότι είχαν τρομάξει. Άρχισαν να ρίχνουν τα όπλα τους και μερικοί πέσαν στο έδαφος. Όταν το ελικόπτερο έφτασε κοντά μας, άρχισε να πετάει τόσο χαμηλά, που μπορούσαμε να το δούμε καθαρά. Νιώσαμε ότι θα μας παρασύρει ο αέρας από τους έλικες.
-Είναι η ακτοφυλακή! Τους έχω δει άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια να κάνουν περιπολίες! Μάλλον θα ψάχνουν να σας βρουν! Είπε ο Αστραπογέννης φωνάζοντας.
Το ελικόπτερο πετούσε λίγα μόλις μέτρα πάνω από το έδαφος, όταν άνοιξε η πόρτα του και ένας άνδρας κρατώντας ένα όπλο στο χέρι, άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Οι κανίβαλοι τρομοκρατήθηκαν και χάθηκαν στο δάσος. Τότε το ελικόπτερο πέταξε μια σκάλα από σχοινιά προς το μέρος μας. Ο άνδρας άρχισε να μας φωνάζει δυνατά:
-Γρήγορα παιδιά μου, ανεβείτε! Αυτοί οι άγριοι θα ξανάρθουν!
Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξή μας, που τρίβαμε τα μάτια μας! Ο κύριος διευθυντής!
Έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος μας, για να επιτεθούν στους κανίβαλους και να με σώσουν. Τα πρόσωπά τους ήταν βαμμένα, φορούσαν φτερά στο κεφάλι τους και κρατούσαν τόξα και τσεκούρια. Μπροστά- μπροστά ήταν η Άννα-Μαρία. Δεν θα την ξεχώριζα, έτσι όπως ήταν βαμμένη, αλλά πρόσεξα πάνω στα δέρματα ζώων που φορούσε την κίτρινη κονκάρδα με τη χαμογελαστή φατσούλα. Κρατούσε ένα τσεκούρι στο χέρι και έβγαζε κάτι πολεμικές κραυγές, τύφλα να ‘χει ο Μεγάλος Μανιτού από τους Ινδιάνους. Δίπλα της ο Ντίνος με τον Ηλία και τον Βασίλη (κι αυτοί με τσεκούρια στα χέρια) βγάζαν τις πιο τρομακτικές κραυγές πολέμου που είχα ακούσει ποτέ. Ο Χρήστος φώναζε βγάζοντας τη γλώσσα έξω σαν κανονικός Ινδιάνος και κούναγε αλαφιασμένος το κεφάλι πέρα-δώθε. Ο κύριος Γιώργος έτρεχε κι αυτός και πετούσε τσεκούρια από μακριά, ενώ κάποιοι είχαν σκαρφαλώσει στα κοντινά δέντρα και σημάδευαν με τα τόξα τους κανίβαλους.
Ήταν μια μεγαλειώδης επίθεση! Οι άγριοι τα ‘χασαν και το έβαλαν στα πόδια, τρέχοντας προς την άλλη πλευρά του δάσους. Όλα τα παιδιά ,άρχισαν να ζητωκραυγάζουν για τη μεγάλη νίκη! Ο δάσκαλός μας όμως είπε ότι δεν έχουμε καιρό για τέτοια, ενώ ο Αστραπογέννης είπε ότι οι κανίβαλοι θα ξανάρθουν!
-Γρήγορα! Βγάλτε τον Ορέστη από το καζάνι!
Με βοήθησαν να βγω από το καζάνι και μου έλυσαν τα χέρια και τα πόδια. Ήμουν πολύ χαρούμενος και πολύ περήφανος που είχα τέτοιους συμμαθητές! Η Μυρτώ έτρεξε στην αγκαλιά μου, ανακουφισμένη που πρόλαβαν να σώσουν τη ζωή μου. Δεν πρόλαβα όμως να βγω καλά-καλά απ’ το καζάνι και ακούσαμε τους κανίβαλους να έρχονται απ’ τα δέντρα και να μας επιτίθενται! Αρχίσαμε να τρέχουμε γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να τους περιμένουμε στα δέντρα, αλλά ήταν ήδη αργά!
-Δεν προλαβαίνουμε! Θα μας φτάσουν οι άγριοι! Πρέπει να γυρίσουμε και να τους αντιμετωπίσουμε, φώναξε ο Αστραπογέννης!
Οι Αχτάρ-Αγκού ήταν πολύ γρήγοροι! Λίγα μέτρα μας χώριζαν μόνο και δεν ξέραμε τι να κάνουμε!
-Τα δέντρα είναι η μόνη μας ευκαιρία! Πρέπει να προλάβουμε και να κρυφτούμε!
Τη στιγμή όμως που τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς τα δέντρα, ξεφύτρωσαν ακριβώς μπροστά μας, μέσα από τους θάμνους, μια ομάδα κανίβαλων. Είχαν κάνει τον κύκλο, χωρίς να τους δούμε, κλείνοντάς μας τον δρόμο. Μας είχαν περικυκλώσει…
Σταματήσαμε απότομα με αποτέλεσμα οι άγριοι να κάνουν έναν κύκλο γύρω μας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα ήμασταν χαμένοι αν δεν…
Ακούγαμε την τελευταία στιγμή τον ήχο ενός ελικοπτέρου που πλησίαζε! Κοιτάξαμε όλοι τον ουρανό και είδαμε να έρχεται ένα ελικόπτερο προς το μέρος μας! Σίγουρα μας είχε δει, γιατί πετούσε όλο και πιο χαμηλά! Οι κανίβαλοι μάλλον δεν είχαν ξαναδεί ελικόπτερο, γιατί ήταν φανερό ότι είχαν τρομάξει. Άρχισαν να ρίχνουν τα όπλα τους και μερικοί πέσαν στο έδαφος. Όταν το ελικόπτερο έφτασε κοντά μας, άρχισε να πετάει τόσο χαμηλά, που μπορούσαμε να το δούμε καθαρά. Νιώσαμε ότι θα μας παρασύρει ο αέρας από τους έλικες.
-Είναι η ακτοφυλακή! Τους έχω δει άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια να κάνουν περιπολίες! Μάλλον θα ψάχνουν να σας βρουν! Είπε ο Αστραπογέννης φωνάζοντας.
Το ελικόπτερο πετούσε λίγα μόλις μέτρα πάνω από το έδαφος, όταν άνοιξε η πόρτα του και ένας άνδρας κρατώντας ένα όπλο στο χέρι, άρχισε να πυροβολεί στον αέρα. Οι κανίβαλοι τρομοκρατήθηκαν και χάθηκαν στο δάσος. Τότε το ελικόπτερο πέταξε μια σκάλα από σχοινιά προς το μέρος μας. Ο άνδρας άρχισε να μας φωνάζει δυνατά:
-Γρήγορα παιδιά μου, ανεβείτε! Αυτοί οι άγριοι θα ξανάρθουν!
Ήταν τόσο μεγάλη η έκπληξή μας, που τρίβαμε τα μάτια μας! Ο κύριος διευθυντής!