Μετά το άγριο χτύπημα στο κεφάλι, όλα συνέχισαν για πολλές ώρες να είναι σκοτεινά. Περπατούσα στα τυφλά, με τα μάτια δεμένα, χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Οι άγριοι με τραβούσαν δυνατά να συνεχίσω, αλλά μερικές φορές δε με κρατούσαν τα πόδια μου απ’ την κούραση κι έπεφτα. Τότε με σήκωναν ολόκληρο και έκαναν να προχωρήσω με το ζόρι. Δεν είχα ιδέα για πόσες ώρες περπατούσαμε. Το μόνο που άκουγα ήταν οι ομιλίες των Αχτάρ Αγκού, που μοιάζανε περισσότερο με κραυγές. Οι περισσότερες φωνές ακουγόταν άγριες και θυμωμένες.
Κατάλαβα ότι επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας, όταν οι κανίβαλοι με έριξαν στο έδαφος και μου έβγαλαν το μαντήλι από τα μάτια. Συνέχισα να μη βλέπω τίποτα, αλλά ύστερα από λίγα λεπτά η όρασή μου επανήλθε και κατάλαβα ότι βρισκόμασταν στο μέρος όπου οι ιθαγενείς το θεωρούσαν ιερό. Ήταν ένα έρημο λιβάδι, όπου στο κέντρο το ξεχώριζε μια πελώρια πέτρα σε σχήμα αβγού. Οι άγριοι είχαν καρφώσει ένα μεγάλο ξύλο στο έδαφος και μου έδεσαν τα χέρια σφιχτά. Το μέρος ήταν όλο φρίκη. Γύρω από τη μεγάλη πέτρα, υπήρχαν παντού κόκκαλα και δόντια ζώων, ενώ οι Αχτάρ Αγκού άρχισαν να χορεύουν γύρω μου κουνώντας χέρια και πόδια. Συνέχεια επαναλάμβαναν τις ίδιες λέξεις:
-Ουνγκουμπάνι ιγκάμα λάχο.Γιάμα γιάμα γιάμα γιάμα!
Ο μάγος φώναξε σε δυο άντρες κι εκείνοι άναψαν μια μεγάλη φωτιά. Οι περισσότεροι κανίβαλοι βγάλαν τα τσεκούρια τους και τα κουνούσαν στον αέρα, ενώ κάποιοι πίναν από έναν ξύλινο κουβά κάποιο είδους ποτού. Και συνέχιζαν:
-Ουνγκουμπάνι ιγκάμα λάχο.Γιάμα γιάμα γιάμα γιάμα!
Σε λίγα λεπτά, κι ενώ ο χορός γινόταν όλο και πιο έντονος, περίπου πέντε κανίβαλοι έφυγαν και επέστρεψαν κουβαλώντας ένα τεράστιο καζάνι. Το ακούμπησαν πάνω στη φωτιά και άρχισαν να αδειάζουν μέσα κουβάδες με νερό, μέχρι που γέμισε σχεδόν μέχρι πάνω.
Τότε ο μάγος χορεύοντας και τραγουδώντας τα ακαταλαβίστικα λόγια του, με έδειξε με το δάχτυλό του και είπε:
-Ούγκα! Λάμα ουγκουμπάνι μπιλούλου γιάμα!
Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τη γλώσσα τους, όμως ήμουν σίγουρος ότι ο μεγάλος μάγος είπε:
-Εσύ εκεί! Μπες γρήγορα μες στο καζάνι, γιατί πεινάμε!
Τότε με άρπαξαν δυο άγριοι και με βούτηξαν μέσα στο καζάνι με τα χέρια και τα πόδια δεμένα. Κι ενώ το νερό άρχισε να ζεσταίνεται, έκλεισα τα μάτια και προσευχήθηκα να έρθει γρήγορα η Μυρτώ με τους φίλους μου και να με σώσουν.
Κατάλαβα ότι επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας, όταν οι κανίβαλοι με έριξαν στο έδαφος και μου έβγαλαν το μαντήλι από τα μάτια. Συνέχισα να μη βλέπω τίποτα, αλλά ύστερα από λίγα λεπτά η όρασή μου επανήλθε και κατάλαβα ότι βρισκόμασταν στο μέρος όπου οι ιθαγενείς το θεωρούσαν ιερό. Ήταν ένα έρημο λιβάδι, όπου στο κέντρο το ξεχώριζε μια πελώρια πέτρα σε σχήμα αβγού. Οι άγριοι είχαν καρφώσει ένα μεγάλο ξύλο στο έδαφος και μου έδεσαν τα χέρια σφιχτά. Το μέρος ήταν όλο φρίκη. Γύρω από τη μεγάλη πέτρα, υπήρχαν παντού κόκκαλα και δόντια ζώων, ενώ οι Αχτάρ Αγκού άρχισαν να χορεύουν γύρω μου κουνώντας χέρια και πόδια. Συνέχεια επαναλάμβαναν τις ίδιες λέξεις:
-Ουνγκουμπάνι ιγκάμα λάχο.Γιάμα γιάμα γιάμα γιάμα!
Ο μάγος φώναξε σε δυο άντρες κι εκείνοι άναψαν μια μεγάλη φωτιά. Οι περισσότεροι κανίβαλοι βγάλαν τα τσεκούρια τους και τα κουνούσαν στον αέρα, ενώ κάποιοι πίναν από έναν ξύλινο κουβά κάποιο είδους ποτού. Και συνέχιζαν:
-Ουνγκουμπάνι ιγκάμα λάχο.Γιάμα γιάμα γιάμα γιάμα!
Σε λίγα λεπτά, κι ενώ ο χορός γινόταν όλο και πιο έντονος, περίπου πέντε κανίβαλοι έφυγαν και επέστρεψαν κουβαλώντας ένα τεράστιο καζάνι. Το ακούμπησαν πάνω στη φωτιά και άρχισαν να αδειάζουν μέσα κουβάδες με νερό, μέχρι που γέμισε σχεδόν μέχρι πάνω.
Τότε ο μάγος χορεύοντας και τραγουδώντας τα ακαταλαβίστικα λόγια του, με έδειξε με το δάχτυλό του και είπε:
-Ούγκα! Λάμα ουγκουμπάνι μπιλούλου γιάμα!
Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τη γλώσσα τους, όμως ήμουν σίγουρος ότι ο μεγάλος μάγος είπε:
-Εσύ εκεί! Μπες γρήγορα μες στο καζάνι, γιατί πεινάμε!
Τότε με άρπαξαν δυο άγριοι και με βούτηξαν μέσα στο καζάνι με τα χέρια και τα πόδια δεμένα. Κι ενώ το νερό άρχισε να ζεσταίνεται, έκλεισα τα μάτια και προσευχήθηκα να έρθει γρήγορα η Μυρτώ με τους φίλους μου και να με σώσουν.