Κατά το σούρουπο, ο ουρανός συννέφιασε και σηκώθηκε ένα κρύο αεράκι. Ευτυχώς που είχαμε φτιάξει την πρόχειρη καλύβα από μερικά ξύλα και φύλλα από φοίνικες. Μπήκαμε όλοι μέσα, ανάψαμε φωτιά και καθίσαμε όλοι γύρω της.
-Λοιπόν, τι κάνουμε; ρώτησε όλο αγωνία ο Κοσμάς.
Η Άννα- Μαρία ήθελε να απαντήσει πρώτη για να μας φτιάξει τη διάθεση:
-Μην ανησυχείτε βρε παιδιά. Όλα καλά θα πάνε. Υπομονή!
Σκέφτηκα ότι θα ήθελα πολύ να έχει δίκιο. Ήμασταν όλοι πολύ φοβισμένοι και ανήσυχοι. Στο μεταξύ, κι ενώ έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, ο αέρας δυνάμωσε κι εμείς ακούγαμε τα φύλλα των δέντρων. Ήταν παράξενος ήχος, τρομακτικός. Ένα κεραυνός ακούστηκε κάπου εκεί κοντά. Ο Χρήστος είχε μια ιδέα:
-Παιδιά, ακούστε, η βραδιά είναι ιδανική για να πούμε καμιά τρομακτική ιστορία, έτσι όπως καθόμαστε γύρω απ’ τη φωτιά. Τι λέτε;
-Έχεις κι άλλες τέτοιες ωραίες ιδέες; του απάντησε η Μαρία.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και ακούσαμε κάτι έξω από την καλύβα που μας πάγωσε το αίμα. Μια διαπεραστική κραυγή, σαν γέλιο, που αντιλαλούσε μέσα στην έρημη ζούγκλα!
-Χιχιχιιιχιχιχιχιχιχι!Χοοχχοχοχοχοχοχοο!
Σωπάσαμε όλοι, σοκαρισμένοι από το ανατριχιαστικό γέλιο που μόλις είχαμε ακούσει. Έσφιξα τον Ορέστη στην αγκαλιά μου. Τότε το ακούσαμε για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ.
- Χιχιχιιιχιχιχιχιχιχι!Χοοχχοχοχοχοχοχοο!
Ο κύριος Γιώργος, προσπάθησε να μας ηρεμήσει;
Μη φοβάστε παιδιά μου. Δεν κινδυνεύουμε από τίποτα. Περισσότερο σαν αστείο μου ακούγεται. Μπορεί να είναι ο άνεμος που σφυρίζει στα βράχια.
Το πίστεψα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Κανένας μας δε μπορούσε να κλείσει μάτι εκείνο το βράδυ.